- φρέαρ
- -ατος, το, ΝΜΑ, και φρεῑαρ, -είατος, και συνηρ. τ. φρῆρ, -ητός, Αβαθύ τεχνητό όρυγμα κυλινδρικού σχήματος για την άντληση νερού, πηγάδι («οὔτε ἄντλημα ἔχεις καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ», ΚΔ)νεοελλ.1. κάθε τεχνητό όρυγμα που φτάνει σε κοίτασμα μετάλλου ή ορυκτού (α. «φρέαρ ορυχείου» β. «φρέαρ άντλησης πετρελαίου»)2. φρ. α) «αρτεσιανό φρέαρ» — πηγάδι που ανοίγεται με γεώτρηση ή σκάψιμο μέχρι το υδροφόρο στρώμα, έτσι ώστε να δοθεί διέξοδος στο νερό που βρίσκεται υπό πίεση και το οποίο αναβλύζει χωρίς άντλησηβ) «φρέαρ δυναμικού»φυσ. η διαμόρφωση τής κατανομής τού ηλεκτρικού δυναμικού γύρω από ένα ηλεκτρικώς φορτισμένο σώμα, λ.χ. έναν ατομικό πυρήνα, με τη μορφή πηγαδιού με υπερυψωμένα χείληαρχ.1. όρυγμα, λάκκος («τίνος ὑμῶν υἱὸς ἤ βοῦς εἰς φρέαρ ἐμπεσεῑται», ΚΔ)2. μεγάλο χάσμα στη γη («καὶ ἤνοιξε τὸ φρέαρ τῆς ἀβύσσου», ΚΔ)3. δεξαμενή νερού4. αγγείο για το λάδι («τὸ φρέαρ δ' ἐλαίου μεστόν», Αριοτοφ.)5. μεγάλο ποτήρι («καὶ πίνει ἐξ ἀργυροῦ φρέατος», Αθήν.)6. μτφ. δυσχερής θέση («εἰς φρέατά τε καὶ πᾶσαν ἀπορίαν εἰσπίπτειν ὑπὸ ἀπειρίας», Πλάτ.)7. παροιμ. φρ. «ἡ περὶ τὸ φρέαρ ὄρχησις» — λέγεται για ανθρώπους που βρίσκονται στα πρόθυρα καταστροφής, στο χείλος τού γκρεμού (Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φρέ-αρ ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *bhr-ēw-, άλλη μορφή —με παρέκταση *-w- και έκταση τού φωνήεντος -e- τής ρίζας *bher- «κινούμαι ορμητικά, αναβράζω, κοχλάζω» (πρβλ. και τη μορφή *bher-w-, από όπου το λατ. ferveo «βράζω» και, κατά μία άποψη, τα ρ. φύρω*, φορύνω*) και εμφανίζει μια χαρακτηριστική σημασιολογική εξέλιξη από τη σημ. «νερό που αναβράζει» στη σημ. «πηγή νερού, πηγάδι». Από μορφολογική άποψη, ο τ. φρέ-αρ έχει προέλθει από την απαθή βαθμίδα τής ρίζας *bhrēw- (< φρῆF-) με το επίθημα –r στη συνεσταλμένη του μορφή -r- (> -αρ, πρβλ. στέ-αρ με τον εξής τρόπο: *bhrēw-r> *φρῆF- ăρ > φρέ-ᾱρ (με αντιμεταχώρηση, πρβλ. λεώς < ληός / λᾱός). Ο επ. τ. φρεῖαρ, εξάλλου, προήλθε από τον τ. *φρηFᾰρ με βράχυνση τού μακρού φωνήεντος -η- μπροστά από άλλο φωνήεν μετά τη σίγηση τού ενδοφωνηεντικού -F- (πρβλ. *ἱερ-ηF-ιον > ἱερήϊον > ἱερέϊον) και την ανάπτυξη τού -ι- για μετρ. λόγους, ενώ ο δωρ. τ. φρῆρ εμφανίζει συναίρεση τών -εα- όπως και οι τ.: γεν. φρητός, δοτ. φρητί, ονομ. πληθ. φρῆτα. Αντίστοιχος με τη λ. φρέαρ και με παρόμοιο τρόπο σχηματισμένος είναι ο αρμ. τ. atbiwr «πηγή» (< a-tb- < *-a-rb- < *br- < *bhrēw[a]r-), ενώ από τη μηδενισμένη βαθμίδα *bhru- τής ρίζας και με επίθημα σε *-n- (γνωστή είναι η εναλλαγή στα επιθήματα -r / n-, πρβλ. ὕπνος*: ὗπαρ*) έχουν σχηματιστεί τα: γοτθ. brunna, αρχ. άνω γερμ. brunno «πηγή, πηγάδι» (πρβλ. και το νεώτερο γερμ. Brunnen). Τέλος, στην ίδια μορφή ρίζας *bhru ανάγεται, κατά μία άποψη, το ρ. φρυάσσομαι*].
Dictionary of Greek. 2013.